αἱρετάς

αἱρετάς
αἱρετά̱ς , αἱρετής
searcher of archives
masc acc pl
αἱρετά̱ς , αἱρετής
searcher of archives
masc nom sg (epic doric aeolic)
αἱρετά̱ς , αἱρετός
that may be taken
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”